ῥαγδαῖος — furious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραγδαίος — α, ο / ῥαγδαῑος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῑον ὕδωρ», Αριστοτ.) νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που συμβαίνει… … Dictionary of Greek
ῥαγδαῖον — ῥαγδαῖος furious masc acc sg ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγδαῖα — ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγδαῖοι — ῥαγδαῖος furious masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγδαιότερον — ῥαγδαῑότερον , ῥαγδαῖος furious adverbial comp ῥαγδαῑότερον , ῥαγδαῖος furious masc acc comp sg ῥαγδαῑότερον , ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγδαιοτέρως — ῥαγδαῑοτέρως , ῥαγδαῖος furious adverbial comp ῥαγδαῑοτέρως , ῥαγδαῖος furious masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγδαιότατα — ῥαγδαῑότατα , ῥαγδαῖος furious adverbial superl ῥαγδαῑότατα , ῥαγδαῖος furious neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγδαία — ῥαγδαί̱ᾱ , ῥαγδαῖος furious fem nom/voc/acc dual ῥαγδαί̱ᾱ , ῥαγδαῖος furious fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγδαίας — ῥαγδαί̱ᾱς , ῥαγδαῖος furious fem acc pl ῥαγδαί̱ᾱς , ῥαγδαῖος furious fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)